- ταχύπνοια
- η учащённость дыхания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ταχύπνοια — quickness of respiration fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταχύπνοια — η, ΝΑ ιατρ. αύξηση τής αναπνευστικής συχνότητας πέρα από τον αριθμό αναπνευστικών κινήσεων στο λεπτό που αναλογεί στην ηλικία, στο φύλο, στη στάση τού σώματος, στο εκτελούμενο έργο, στη θερμοκρασία τού σώματος και στην ψυχική κατάσταση, αύξηση η… … Dictionary of Greek
Tachypnoe — (griechisch ταχύπνοια, tachypnoia, „Schnellatmung“) ist eine gesteigerte bzw. überhöhte Atemfrequenz (d. i. Atemzüge pro Minute). Die normale Atemfrequenz liegt bei 15–20 pro Minute. Ursachen der Tachypnoe können sein: Erhöhter… … Deutsch Wikipedia
αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… … Dictionary of Greek
βαρύπνοια — βαρύπνοια, η (Α) η δύσπνοια. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + πνοια < πνοος < πνοή < πνέω (πρβλ. άπνοια, δύσπνοια, ταχύπνοια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δύσπνοια — Αναπνευστική δυσχέρεια που προκαλεί μεταβολή της συχνότητας και αταξία του ρυθμού της αναπνοής. Η δ. μπορεί να είναι καρδιακής (καρδιοπάθειες και οξεία καρδιακή ανεπάρκεια), αναπνευστικής (οξείες και χρόνιες παθήσεις του υπεζωκότα, των βρόγχων,… … Dictionary of Greek
πολύπνοια — η, ΝΑ [πολύπνους] νεοελλ. ιατρ. ταχύπνοια, μεγάλη επιτάχυνση τής αναπνοής αρχ. σφοδρότητα τού ανέμου … Dictionary of Greek
ορεσειπάθεια ή νόσος των ορειβατών — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση που μπορεί να εμφανιστεί στον άνθρωπο σε υψόμετρο 3.000 5.000 μ. ή σε αντίστοιχες βαρομετρικές υποπιέσεις. Η νόσος των ορέων οφείλεται στην ελάττωση της τάσης του οξυγόνου, η οποία προκαλεί μια κατάσταση ανοξαιμίας.… … Dictionary of Greek